- χαλκουργείων
- χαλκουργεῖονcopper-mineneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκουργείο — το / χαλκουργεῑον, ΝΑ [χαλκουργός] νεοελλ. εργαστήριο χαλκού ργού αρχ. μεταλλείο χαλκού («ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλκουργείων εὑρεθέντων καὶ χρυσείων», Διόδ.) … Dictionary of Greek